αντικριστός, ή, ό, αντικρινός, -ή, -ό
Ερμηνεία:
Aυτός που βρίσκεται αντίθετα ή απέναντι από την άκρη ή την κορυφή.
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο:
|